περισχοινίσαι

περισχοινίσαι
περισχοινίζω
part off by a rope
aor inf act
περισχοινίσαῑ , περισχοινίζω
part off by a rope
aor opt act 3rd sg
περισχοινίζω
part off by a rope
aor inf act
περισχοινίσαῑ , περισχοινίζω
part off by a rope
aor opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περισχοινίζω — ΝΑ 1. περιδένω, δένω ολόγυρα με σχοινί 2. περιβάλλω, περικλείω, περιφράσσω κάτι με σχοινί αρχ. 1. διαχωρίζω κάτι με σχοινί, όπως συνέβαινε στα αθηναϊκά δικαστήρια, όπου οι δικαστές χωρίζονταν από το πλήθος («περισχοινίσαι τὸ δικαστήριον, ὁπότε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”